- οὐλομένας
- οὐλομένᾱς , οὐλόμενοςaccursedfem acc plοὐλομένᾱς , οὐλόμενοςaccursedfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στένω — (I) ΝΑ (ποιητ. τ.) στενάζω, βογγώ (α. «η Ελλάδα έστενε τότε κάτω από τον ζυγό τής δουλείας» β. «ἐν δὲ τῇ καρδίᾳ στένει», Αισχύλ.) αρχ. 1. (στους τραγικούς) (για πρόσ.) θρηνώ μεγαλόφωνα («τῶν Ἀθηνῶν ὡς στένω μεμνημένος», Αισχύλ.) 2. (για θάλασσα ή … Dictionary of Greek